- πατριά
- Στην εθνολογία χαρακτηρίζεται η μεγάλη πατριαρχική οικογένεια και, κατόπιν, ένας τύπος στοιχειώδους κοινωνικής οργάνωσης. Η π. (στη διεθνή ορολογία αναφέρεται συχνά με τη σκοτική λέξη clan) συγκέντρωνε όλες τις οικογένειες που έχουν μεταξύ τους συγγενικούς δεσμούς και μπορεί να είναι πατριαρχικές ή μητριαρχικές, ανάλογα με το αν η κληρονομιά μεταβιβάζεται κατά την πατρική ή τη μητρική γραμμή. Συχνά η π. παίρνει το όνομα ενός ζώου, ενός επώνυμου ήρωα, ενός πράγματος και καμιά φορά ενός φυσικού φαινομένου. Αυστηροί κανόνες ρυθμίζουν τις σχέσεις ανάμεσα στο τοτέμ και στα μέλη της π. (για παράδειγμα, η απαγόρευση να τρώνε το κρέας του τοτεμικού ζώου). Όχι σπάνια, με τον καιρό, τα τοτέμ έγιναν αντικείμενο λατρείας). Αυστηροί κανόνες ρυθμίζουν τις σχέσεις των μελών της π., κυρίως σε ό,τι αφορά τον γάμο. Στο θέμα αυτό υπάρχουν εξωγαμικές και ενδογαμικές π., όπου οι γάμοι πρέπει απαραίτητα να γίνονται έξω από την π. ή, αντίθετα, μόνο μέσα σε αυτήν. Η ένωση περισσότερων π. μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία νέων και περισσότερο πολύπλοκων κοινωνικών σχηματισμών, φατριών, φυλών, εθνών.
* * *η, ΝΜΑ, ιων. τ. και πατριή Ατο σύνολο τών προγόνων, το γενεαλογικό δέντρο ειδικά από την πατριαρχική πλευρά, η γενιά από πατέρα («διὰ τὸ εἶναι αὐτὸν ἐξ οἶκου καὶ πατριᾱς Δαυΐδ», ΚΔ)νεοελλ.1. μορφή πρωτόγονης κοινωνικής οργάνωσης σε πολλούς λαούς, που αποτελεί εξωγαμική κοινωνική ομάδα τα μέλη τής οποίας συνδέονται με δεσμούς πατρογραμμικής καταγωγής, μορφή που αποτέλεσε τη βάση τής κοινωνικής οργάνωσης στις πρώτες κοινωνίες2. όμοιο σύνολο ατόμων όπως το παραπάνω, αλλά χωρίς το χαρακτηριστικό τής υποχρεωτικής εξωγαμίας, όπως είναι τα σκωτικά κλαν, που τα μέλη τους συνδέονται με δεσμούς μητρογραμμικής καταγωγήςμσν.στον πληθ. αἱ πατριαίοι πατρικές εξουσίεςαρχ.1. το σύνολο τών καταγόμενων από τον ίδιο πρόγονο, το γένος, η φάρα («εἰσὶ δὲ αὐτῶν [Βαβυλωνίων] πατριαὶ τρεῑς», Ηρόδ.)2. οικογένεια, οίκος, σπίτι, φαμίλια («λαβέτωσαν ἕκαστος πρόβατον κατ' οἴκους πατριῶν», ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, -τρός + κατάλ. -ιά (πρβλ. τροχ-ιά)].
Dictionary of Greek. 2013.